φυσιογραφία

φυσιογραφία
η, Ν
η φυσική γεωγραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. physiography < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυσιογραφία — η περιγραφή της φύσης και των φαινομένων που παρατηρούνται σ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογράφος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. physiographer < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Νικ. Πίκκολο] …   Dictionary of Greek

  • φυσιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία 2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ» οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντες β) «φυσιογραφικός παράγοντας» οικολ. κάθε… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογράφος — ο αυτός που ασχολείται με τη φυσιογραφία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία (βλ. λ.), που είναι της φυσιογραφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”